Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μιασμός
μιάστωρ
μίαχος
μίγα
μιγάδην
μιγάδις
μιγάζομαι
μιγάς
μίγδᾰ
μίγδην
μιγδηράζειν
μιγής
μίγμα
μιγματοπώλης
μιγμός
Μίδας
μιεῖν
μιερός
μιηφόνος
Μιθραδάτης
Μιθραῖον
View word page
μιγδηράζειν
μιγδηράζειν· ὑβρίζειν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μιγδηράζειν
Headword (normalized):
μιγδηράζειν
Headword (normalized/stripped):
μιγδηραζειν
IDX:
67669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67670
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μιγδηράζειν·</span> <span class="foreign greek">ὑβρίζειν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}