Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μιάντης
μιαντός
μιαρία
μιαρόγλωσσος
μιαρός
μιαρότης
μιαροφαγέω
μίασμα
μιασμός
μιάστωρ
μίαχος
μίγα
μιγάδην
μιγάδις
μιγάζομαι
μιγάς
μίγδᾰ
μίγδην
μιγδηράζειν
μιγής
μίγμα
View word page
μίαχος
μίαχος· μίασμα, ἀσέβημα, κτλ., Hsch.; also,
A). = τὸ δυσῶδες , Id. μιαχρός, , όν, = καθαρός , Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μίαχος
Headword (normalized):
μίαχος
Headword (normalized/stripped):
μιαχος
IDX:
67661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67662
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μίαχος·</span> <span class="foreign greek">μίασμα, ἀσέβημα, κτλ</span>., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; also, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τὸ δυσῶδες</span> , Id. <span class="orth greek">μιαχρός</span>, <span class="itype greek">ά</span>, <span class="itype greek">όν</span>, = <span class="ref greek">καθαρός</span> , Id.</div> </div><br><br>'}