Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μηχανοσφαιροποιΐα
μηχανοτευχέω
μηχανουργία
μηχανουργός
μηχανοφόρος
μηχάνωμα
μῆχαρ
μήχι
μῆχος
μία
μιαιγαμία
μιαίνω
μιαιφονέω
μιαιφονία
μιαίφονος
μίανσις
μιάντης
μιαντός
μιαρία
μιαρόγλωσσος
μιαρός
View word page
μιαιγαμία
μῐαιγᾰμία
,
ἡ
,
A).
unlawful wedlock
, in pl.,
Suid.
ShortDef
unlawful wedlock
Debugging
Headword:
μιαιγαμία
Headword (normalized):
μιαιγαμία
Headword (normalized/stripped):
μιαιγαμια
IDX:
67645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67646
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μῐαιγᾰμία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">unlawful wedlock</span>, in pl., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}