Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μηχανοστάσιον
μηχανοσφαιροποιΐα
μηχανοτευχέω
μηχανουργία
μηχανουργός
μηχανοφόρος
μηχάνωμα
μῆχαρ
μήχι
μῆχος
μία
μιαιγαμία
μιαίνω
μιαιφονέω
μιαιφονία
μιαίφονος
μίανσις
μιάντης
μιαντός
μιαρία
μιαρόγλωσσος
View word page
μία
μία
, fem. of
εἷς
(q. v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μία
Headword (normalized):
μία
Headword (normalized/stripped):
μια
IDX:
67644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67645
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μία</span>, fem. of <span class="foreign greek">εἷς</span> (q. v.).</div><br><br>'}