Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μηχανοποιέω
μηχανοποίημα
μηχανοποιΐα
μηχανοποιός
μηχανορραφέω
μηχανορράφος
μηχανοστάσιον
μηχανοσφαιροποιΐα
μηχανοτευχέω
μηχανουργία
μηχανουργός
μηχανοφόρος
μηχάνωμα
μῆχαρ
μήχι
μῆχος
μία
μιαιγαμία
μιαίνω
μιαιφονέω
μιαιφονία
View word page
μηχανουργός
μηχᾰν-ουργός, ,
A). architect, τοῦ δόμου APl. 5.382 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μηχανουργός
Headword (normalized):
μηχανουργός
Headword (normalized/stripped):
μηχανουργος
IDX:
67638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67639
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μηχᾰν-ουργός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">architect</span>, <span class="quote greek">τοῦ δόμου</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">APl.</span> 5.382 </span> .</div> </div><br><br>'}