Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μηχανητικός
μηχανητός
μηχανικός
μηχανῖτις
μηχανιώτης
μηχανογράφος
μηχανοδίφης
μηχανόεις
μηχανοπανουργία
μηχανοποιέω
μηχανοποίημα
μηχανοποιΐα
μηχανοποιός
μηχανορραφέω
μηχανορράφος
μηχανοστάσιον
μηχανοσφαιροποιΐα
μηχανοτευχέω
μηχανουργία
μηχανουργός
μηχανοφόρος
View word page
μηχανοποίημα
μηχᾰνο-ποίημα, ατος, τό,
A). mechanical construction, Sallust. 8 .


ShortDef

mechanical construction

Debugging

Headword:
μηχανοποίημα
Headword (normalized):
μηχανοποίημα
Headword (normalized/stripped):
μηχανοποιημα
IDX:
67629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67630
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μηχᾰνο-ποίημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mechanical construction</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2049.tlg001:8" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2049.tlg001:8/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sallust.</span> 8 </a>.</div> </div><br><br>'}