Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μηχανητέον
μηχανητής
μηχανητικός
μηχανητός
μηχανικός
μηχανῖτις
μηχανιώτης
μηχανογράφος
μηχανοδίφης
μηχανόεις
μηχανοπανουργία
μηχανοποιέω
μηχανοποίημα
μηχανοποιΐα
μηχανοποιός
μηχανορραφέω
μηχανορράφος
μηχανοστάσιον
μηχανοσφαιροποιΐα
μηχανοτευχέω
μηχανουργία
View word page
μηχανοπανουργία
μηχᾰνο-πᾰνουργία
,
ἡ
,
A).
fraud,
PMasp.
5.16
(vi A. D.).
ShortDef
fraud
Debugging
Headword:
μηχανοπανουργία
Headword (normalized):
μηχανοπανουργία
Headword (normalized/stripped):
μηχανοπανουργια
IDX:
67627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67628
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μηχᾰνο-πᾰνουργία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fraud,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMasp.</span> 5.16 </span> (vi A. D.).</div> </div><br><br>'}