Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μηχανεύς
μηχανή
μηχάνημα
μηχάνησις
μηχανητέον
μηχανητής
μηχανητικός
μηχανητός
μηχανικός
μηχανῖτις
μηχανιώτης
μηχανογράφος
μηχανοδίφης
μηχανόεις
μηχανοπανουργία
μηχανοποιέω
μηχανοποίημα
μηχανοποιΐα
μηχανοποιός
μηχανορραφέω
μηχανορράφος
View word page
μηχανιώτης
μηχᾰν-ιώτης, ου, ,
A). contriver, h.Merc. 436 .


ShortDef

contriver

Debugging

Headword:
μηχανιώτης
Headword (normalized):
μηχανιώτης
Headword (normalized/stripped):
μηχανιωτης
IDX:
67623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67624
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μηχᾰν-ιώτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">contriver,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">h.Merc.</span> 436 </span>.</div> </div><br><br>'}