Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μηχανεύομαι
μηχανεύς
μηχανή
μηχάνημα
μηχάνησις
μηχανητέον
μηχανητής
μηχανητικός
μηχανητός
μηχανικός
μηχανῖτις
μηχανιώτης
μηχανογράφος
μηχανοδίφης
μηχανόεις
μηχανοπανουργία
μηχανοποιέω
μηχανοποίημα
μηχανοποιΐα
μηχανοποιός
μηχανορραφέω
View word page
μηχανῖτις
μηχᾰν-ῖτις,
A). v. Μαχανῖτις .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μηχανῖτις
Headword (normalized):
μηχανῖτις
Headword (normalized/stripped):
μηχανιτις
IDX:
67622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67623
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μηχᾰν-ῖτις</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Μαχανῖτις</span> .</div> </div><br><br>'}