Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μητρομιξία
μητρομίξιον
μητρόξενος
μητροπάτωρ
μητρόπολις
μητροπολίτης
μητροπολιτικός
μητροπόλος
μητρορραίστης
μητρόρριπτος
μητροτύπτης
μητροφθόρος
μητροφόνος
μητροφόντης
μητρυιά
μητρυιάζω
μητρυιογάμος
μητρυιός
μητρυιώδης
μητρῳακός
μητρῴζω
View word page
μητροτύπτης
μητρο-τύπτης
,
ου
,
ὁ
,
A).
=
μητραλοίας
,
Hsch.
s.v.
ἀλοία
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μητροτύπτης
Headword (normalized):
μητροτύπτης
Headword (normalized/stripped):
μητροτυπτης
IDX:
67593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67594
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μητρο-τύπτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μητραλοίας</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀλοία</span> .</div> </div><br><br>'}