Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μητροκοίτης
μητροκολωνεία
μητροκτονέω
μητροκτονία
μητροκτόνος
μητροκωμία
μητρόληπτος
μητρολῴας
μητρομανία
μητρομήτωρ
μητρομιξία
μητρομίξιον
μητρόξενος
μητροπάτωρ
μητρόπολις
μητροπολίτης
μητροπολιτικός
μητροπόλος
μητρορραίστης
μητρόρριπτος
μητροτύπτης
View word page
μητρομιξία
μητρο-μιξία, ,
A). incest with one's mother, S.E. M. 11.191 .


ShortDef

incest with one's mother

Debugging

Headword:
μητρομιξία
Headword (normalized):
μητρομιξία
Headword (normalized/stripped):
μητρομιξια
IDX:
67583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67584
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μητρο-μιξία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">incest with one\'s mother</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0544.tlg002:11:191" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0544.tlg002:11.191/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">S.E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">M.</span> 11.191 </a>.</div> </div><br><br>'}