Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνακνάω
ἀνακνίδεσι
ἀνακνισόω
ἀνακογχίζω
ἀνακογχυλιάζω
ἀνακογχυλιασμός
ἀνακογχυλίζω
ἀνακογχύλισμα
ἀνακογχυλισμός
ἀνακοιλιασμός
ἀνακοινέω
ἀνακοινόω
ἀνακοίνωσις
ἀνακοινωτέος
ἀνακοιρανέω
ἀνακοιτάζομαι
ἀνακολλάω
ἀνακόλλημα
ἀνακόλλησις
ἀνακολλητικός
ἀνακολούθητος
View word page
ἀνακοινέω
ἀνακοινέω
, = sq., only in Med. imper.
ἀνακοινέο
(for
-έεο
)
Thgn.
73
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνακοινέω
Headword (normalized):
ἀνακοινέω
Headword (normalized/stripped):
ανακοινεω
IDX:
6757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6758
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνακοινέω</span>, = sq., only in Med. imper. <span class="foreign greek">ἀνακοινέο</span> (for <span class="foreign greek">-έεο</span>) <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thgn.</span> 73 </span>.</div><br><br>'}