Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μητρίζω
μητρικός
μητρίς
μητρογαμία
μητρογάμος
μητροδίδακτος
μητρόδοκος
μητρόθεν
μητροκασιγνήτη
μητροκοίτης
μητροκολωνεία
μητροκτονέω
μητροκτονία
μητροκτόνος
μητροκωμία
μητρόληπτος
μητρολῴας
μητρομανία
μητρομήτωρ
μητρομιξία
μητρομίξιον
View word page
μητροκολωνεία
μητρο-κολωνεία, ,
A). mother-colony, i.e. colonial metropolis, of Palmyra, OGI 646.11 (iii A.D.).


ShortDef

mother-colony

Debugging

Headword:
μητροκολωνεία
Headword (normalized):
μητροκολωνεία
Headword (normalized/stripped):
μητροκολωνεια
IDX:
67574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67575
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μητρο-κολωνεία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mother-colony</span>, i.e. <span class="tr" style="font-weight: bold;">colonial metropolis</span>, of Palmyra, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">OGI</span> 646.11 </span> (iii A.D.).</div> </div><br><br>'}