Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μητρίδιος
μητρίζω
μητρικός
μητρίς
μητρογαμία
μητρογάμος
μητροδίδακτος
μητρόδοκος
μητρόθεν
μητροκασιγνήτη
μητροκοίτης
μητροκολωνεία
μητροκτονέω
μητροκτονία
μητροκτόνος
μητροκωμία
μητρόληπτος
μητρολῴας
μητρομανία
μητρομήτωρ
μητρομιξία
View word page
μητροκοίτης
μητρο-κοίτης, ου, ,
A). incestuous person, Hippon. 14 .


ShortDef

incestuous person

Debugging

Headword:
μητροκοίτης
Headword (normalized):
μητροκοίτης
Headword (normalized/stripped):
μητροκοιτης
IDX:
67573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67574
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μητρο-κοίτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">incestuous person</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0233.tlg001:14" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0233.tlg001:14/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hippon.</span> 14 </a>.</div> </div><br><br>'}