Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μητριάζω
μητρίδιος
μητρίζω
μητρικός
μητρίς
μητρογαμία
μητρογάμος
μητροδίδακτος
μητρόδοκος
μητρόθεν
μητροκασιγνήτη
μητροκοίτης
μητροκολωνεία
μητροκτονέω
μητροκτονία
μητροκτόνος
μητροκωμία
μητρόληπτος
μητρολῴας
μητρομανία
μητρομήτωρ
View word page
μητροκασιγνήτη
μητρο-κᾰσιγνήτη, Dor. ματρο-, ,
A). = κασιγνήτη ὁμομητρία , uterine sister, A. Eu. 962 .


ShortDef

a sister by the same mother

Debugging

Headword:
μητροκασιγνήτη
Headword (normalized):
μητροκασιγνήτη
Headword (normalized/stripped):
μητροκασιγνητη
IDX:
67572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67573
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μητρο-κᾰσιγνήτη</span>, Dor. <span class="orth greek">ματρο-</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κασιγνήτη ὁμομητρία</span> , <span class="tr" style="font-weight: bold;">uterine sister</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0085.tlg007.perseus-grc1:962" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0085.tlg007.perseus-grc1:962/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Eu.</span> 962 </a>.</div> </div><br><br>'}