Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μήτρα1
μήτρα2
μητραγυρτέω
μητραγύρτης
μητράδελφος
μητράζω
μητραλοίας
μητρανοίκτης
μητράριον
μητρεγχύτης
μήτρη
μήτρια
μητριάζω
μητρίδιος
μητρίζω
μητρικός
μητρίς
μητρογαμία
μητρογάμος
μητροδίδακτος
μητρόδοκος
View word page
μήτρη
μήτρη, , Ion. for μήτρα.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μήτρη
Headword (normalized):
μήτρη
Headword (normalized/stripped):
μητρη
IDX:
67560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67561
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μήτρη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, Ion. for <span class="foreign greek">μήτρα</span>.</div><br><br>'}