Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνακμαστικός
ἀνακναδάλλω
ἀνακνάπτω
ἀνακνάω
ἀνακνίδεσι
ἀνακνισόω
ἀνακογχίζω
ἀνακογχυλιάζω
ἀνακογχυλιασμός
ἀνακογχυλίζω
ἀνακογχύλισμα
ἀνακογχυλισμός
ἀνακοιλιασμός
ἀνακοινέω
ἀνακοινόω
ἀνακοίνωσις
ἀνακοινωτέος
ἀνακοιρανέω
ἀνακοιτάζομαι
ἀνακολλάω
ἀνακόλλημα
View word page
ἀνακογχύλισμα
ἀνακογχῠ/λ-ισμα
,
ατος
,
τό
,
A).
gargle,
Orib.
Eup.
4.69
.
ShortDef
gargle
Debugging
Headword:
ἀνακογχύλισμα
Headword (normalized):
ἀνακογχύλισμα
Headword (normalized/stripped):
ανακογχυλισμα
IDX:
6754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6755
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνακογχῠ/λ-ισμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">gargle,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Orib.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Eup.</span> 4.69 </span>.</div> </div><br><br>'}