μητίομαι
μητίομαι,(μῆτις) P. 2.92 (s.v.l.): fut.- ίσομαι: aor. ἐμητισάμην:—
A). = μητιάω 11 , devise, contrive, μητίσομαι ἔχθεα λυγρά ; 3.416 τοσσάδε μέρμερ’ ἐπ’ ἤματι μητίσασθαι 10.48 ; μέγα ἔργον ἐμητίσαντο ; 12.373 οἱ θάνατον μητίσομαι ; 15.349 σχέτλῑ ἔργα βορᾶς μητίσασθαι ; 139 πρώτιστον Ἔρωτα θεῶν μητίσατο ; 13 φράζεο .. ὥς κεν ἐγὼ μητίσομ’ ἀρωγήν : c. dupl.acc., 3.1026 ὃν ἂν κακὰ μητισαίμην .[ 18.27 ῑ in fut. and aor., and late Act. μήτῑον A. 1333 ; ῐ in μητίομαι Pi.l.c.]