Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μηρύομαι
μήρυσμα
μής
μήστωρ
μήτε
μήτειρα
μήτηρ
μήτῐ
μητιάω
μητίετα
μητίζομαι
μήτιμα
μητιόεις
μητίομαι
μῆτις
μήτις
μήτοι
μῆτος
μήτρα1
μήτρα2
μητραγυρτέω
View word page
μητίζομαι
μητίζομαι,
A). v. μητίομαι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μητίζομαι
Headword (normalized):
μητίζομαι
Headword (normalized/stripped):
μητιζομαι
IDX:
67542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67543
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μητίζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μητίομαι</span> .</div> </div><br><br>'}