Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μήρισμα
μηροκαυτέω
μηροκήλη
μηροραφής
μηρός
μηροτραφής
μηροτυπής
μήρυγμα
μηρυκάζω
άομαι
μηρυκίζω
μηρυκισμός
μήρυμα
μηρυμάτιον
μήρυξ
μηρύομαι
μήρυσμα
μής
μήστωρ
μήτε
μήτειρα
View word page
μηρυκίζω
μηρυκ-ίζω, = foreg., Gal. 18(1).358 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μηρυκίζω
Headword (normalized):
μηρυκίζω
Headword (normalized/stripped):
μηρυκιζω
IDX:
67527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67528
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μηρυκ-ίζω</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(1).358 </span>.</div><br><br>'}