Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μήρινθος
Μηριόνης
μηρίς
μήρισμα
μηροκαυτέω
μηροκήλη
μηροραφής
μηρός
μηροτραφής
μηροτυπής
μήρυγμα
μηρυκάζω
άομαι
μηρυκίζω
μηρυκισμός
μήρυμα
μηρυμάτιον
μήρυξ
μηρύομαι
μήρυσμα
μής
View word page
μήρυγμα
μήρυγμα,
A). v. μήρυμα .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μήρυγμα
Headword (normalized):
μήρυγμα
Headword (normalized/stripped):
μηρυγμα
IDX:
67524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67525
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μήρυγμα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μήρυμα</span> .</div> </div><br><br>'}