Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μή3
μήπω
μὴ6
μήπως
μῆρα
μηρία
μηριαῖος
μῆριγξ
μηρίζω
μήριθμος
μήρινθος
μήρινθος
Μηριόνης
μηρίς
μήρισμα
μηροκαυτέω
μηροκήλη
μηροραφής
μηρός
μηροτραφής
μηροτυπής
View word page
μήρινθος
μήρινθος, Hsch.


ShortDef

a cord, line, string

Debugging

Headword:
μήρινθος
Headword (normalized):
μήρινθος
Headword (normalized/stripped):
μηρινθος
IDX:
67513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67514
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μήρινθος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}