Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνακλονέω
ἀνακλύζω
ἀνακλώθω
ἀνακμάζω
ἀνακμαστικός
ἀνακναδάλλω
ἀνακνάπτω
ἀνακνάω
ἀνακνίδεσι
ἀνακνισόω
ἀνακογχίζω
ἀνακογχυλιάζω
ἀνακογχυλιασμός
ἀνακογχυλίζω
ἀνακογχύλισμα
ἀνακογχυλισμός
ἀνακοιλιασμός
ἀνακοινέω
ἀνακοινόω
ἀνακοίνωσις
ἀνακοινωτέος
View word page
ἀνακογχίζω
ἀνακογχίζω, dub. in Hp. Mochl. 2 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνακογχίζω
Headword (normalized):
ἀνακογχίζω
Headword (normalized/stripped):
ανακογχιζω
IDX:
6750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6751
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνακογχίζω</span>, dub. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Mochl.</span> 2 </span>.</div><br><br>'}