Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀγλαόφορτος
ἀγλαόφωνος
ἀγλαοφῶτις
ἀγλαόχαρτος
ἀγλαρόν
ἄγλαυρος
ἀγλαφόρε
ἀγλαφύρως
ἀγλαώψ
ἀγλευκής
ἀγλευ<κι>τάς
ἀγλίδια
ἀγλίη
ἀγλιθάριον
ἄγλις
ἄγλισχρος
ἀγλίτης
ἄγλυ
ἀγλυκής
ἄγλυφος
ἀγλῶν
View word page
ἀγλευ<κι>τάς
ἀγλευ<κι>τάς·
ἄρτος ἄναλος
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀγλευ<κι>τάς
Headword (normalized):
ἀγλευ<κι>τάς
Headword (normalized/stripped):
αγλευ<κι>τας
IDX:
674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-675
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγλευ<κι>τάς·</span> <span class="foreign greek">ἄρτος ἄναλος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}