Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνακλισμός
ἀνάκλιτος
ἀνακλονέω
ἀνακλύζω
ἀνακλώθω
ἀνακμάζω
ἀνακμαστικός
ἀνακναδάλλω
ἀνακνάπτω
ἀνακνάω
ἀνακνίδεσι
ἀνακνισόω
ἀνακογχίζω
ἀνακογχυλιάζω
ἀνακογχυλιασμός
ἀνακογχυλίζω
ἀνακογχύλισμα
ἀνακογχυλισμός
ἀνακοιλιασμός
ἀνακοινέω
ἀνακοινόω
View word page
ἀνακνίδεσι
ἀνακνίδεσι·
τῇ ὀσφύι,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνακνίδεσι
Headword (normalized):
ἀνακνίδεσι
Headword (normalized/stripped):
ανακνιδεσι
IDX:
6748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6749
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνακνίδεσι·</span> <span class="foreign greek">τῇ ὀσφύι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}