Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μῆνιγξ
μηνιεῖος
μηνίζω
μηνιθμός
μήνιμα
μήνιον
μῆνις
μηνίσκος
μηνιτής
μηνίω
μηνογένειον
μηνοειδής
μηνόρηκτος
μήνυμα
μήνυσις
μηνυτέον
μηνυτήρ
μηνυτής
μηνυτικός
μηνυτρίζομαι
μήνυτρον
View word page
μηνογένειον
μηνο-γένειον, τό,
A). = γλυκυσίδη , Ps.- Dsc. 3.140 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μηνογένειον
Headword (normalized):
μηνογένειον
Headword (normalized/stripped):
μηνογενειον
IDX:
67484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67485
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μηνο-γένειον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">γλυκυσίδη</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.140 </span>.</div> </div><br><br>'}