Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μηλοκοπικός
μηλοκτόνος
μηλοκυδώνιον
μηλολόνθη
μηλομαχία
μηλόμελι
μῆλον1
μῆλον2
μηλονομεύς
μηλονόμης
μηλονομιαῖος
μηλονόμος
μηλοπάρειος
μηλοπέπων
μηλοπλακοῦς
μηλός
μηλοσκόπος
μηλοσόη
μηλόσπορος
μηλοσσόος
μηλοσφαγέω
View word page
μηλονομιαῖος
μηλο-νομιαῖος, α, ον,
A). = ἐννόμιος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μηλονομιαῖος
Headword (normalized):
μηλονομιαῖος
Headword (normalized/stripped):
μηλονομιαιος
IDX:
67421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67422
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μηλο-νομιαῖος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἐννόμιος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}