Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μηλοδαΐκτας
μηλοδόκος
μηλοδροπῆες
μηλοδωράκινον
μηλοειδής
μηλοθύτης
μηλόκαρπον
μηλοκίτριον
μηλοκόμος
μηλοκοπικός
μηλοκτόνος
μηλοκυδώνιον
μηλολόνθη
μηλομαχία
μηλόμελι
μῆλον1
μῆλον2
μηλονομεύς
μηλονόμης
μηλονομιαῖος
μηλονόμος
View word page
μηλοκτόνος
μηλο-κτόνος, ον,
A). sheep-killing, Hsch. s.v. οἰσφάγῳ σιδήρῳ .


ShortDef

sheep-killing

Debugging

Headword:
μηλοκτόνος
Headword (normalized):
μηλοκτόνος
Headword (normalized/stripped):
μηλοκτονος
IDX:
67412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67413
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μηλο-κτόνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sheep-killing</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">οἰσφάγῳ σιδήρῳ</span> .</div> </div><br><br>'}