Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μηλοβοτήρ
μηλοβότης
μηλόβοτος
μηλογενής
μηλοδαΐκτας
μηλοδόκος
μηλοδροπῆες
μηλοδωράκινον
μηλοειδής
μηλοθύτης
μηλόκαρπον
μηλοκίτριον
μηλοκόμος
μηλοκοπικός
μηλοκτόνος
μηλοκυδώνιον
μηλολόνθη
μηλομαχία
μηλόμελι
μῆλον1
μῆλον2
View word page
μηλόκαρπον
μηλό-καρπον, τό,
A). = ἀριστολόχεια στρογγύλη , Ps.- Dsc. 3.4 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μηλόκαρπον
Headword (normalized):
μηλόκαρπον
Headword (normalized/stripped):
μηλοκαρπον
IDX:
67408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67409
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μηλό-καρπον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀριστολόχεια στρογγύλη</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.4 </span>.</div> </div><br><br>'}