Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μηλόβοσις
μηλοβοσκός
μηλοβοτέω
μηλοβοτήρ
μηλοβότης
μηλόβοτος
μηλογενής
μηλοδαΐκτας
μηλοδόκος
μηλοδροπῆες
μηλοδωράκινον
μηλοειδής
μηλοθύτης
μηλόκαρπον
μηλοκίτριον
μηλοκόμος
μηλοκοπικός
μηλοκτόνος
μηλοκυδώνιον
μηλολόνθη
μηλομαχία
View word page
μηλοδωράκινον
μηλο-δωράκινον, τό, = Lat.
A). duracinum, Gloss.


ShortDef

duracinum

Debugging

Headword:
μηλοδωράκινον
Headword (normalized):
μηλοδωράκινον
Headword (normalized/stripped):
μηλοδωρακινον
IDX:
67405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67406
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μηλο-δωράκινον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = Lat. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">duracinum,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}