Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μηλοβολέω
μηλόβοσις
μηλοβοσκός
μηλοβοτέω
μηλοβοτήρ
μηλοβότης
μηλόβοτος
μηλογενής
μηλοδαΐκτας
μηλοδόκος
μηλοδροπῆες
μηλοδωράκινον
μηλοειδής
μηλοθύτης
μηλόκαρπον
μηλοκίτριον
μηλοκόμος
μηλοκοπικός
μηλοκτόνος
μηλοκυδώνιον
μηλολόνθη
View word page
μηλοδροπῆες
μηλο-δροπῆες
, Aeol.
μᾱλ-
,
οἱ
,
A).
applegatherers
,
Sapph.
93
.
ShortDef
applegatherers
Debugging
Headword:
μηλοδροπῆες
Headword (normalized):
μηλοδροπῆες
Headword (normalized/stripped):
μηλοδροπηες
IDX:
67404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67405
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μηλο-δροπῆες</span>, Aeol. <span class="orth greek">μᾱλ-</span>, <span class="gen greek">οἱ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">applegatherers</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sapph.</span> 93 </span>.</div> </div><br><br>'}