Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Μηλίς
μηλίσκον
μηλίτης
μηλιωτός
μηλόβαι
μηλοβατέω
μηλοβαφής
μηλοβολέω
μηλόβοσις
μηλοβοσκός
μηλοβοτέω
μηλοβοτήρ
μηλοβότης
μηλόβοτος
μηλογενής
μηλοδαΐκτας
μηλοδόκος
μηλοδροπῆες
μηλοδωράκινον
μηλοειδής
μηλοθύτης
View word page
μηλοβοτέω
μηλο-βοτέω,
A). graze sheep, Hsch.


ShortDef

graze sheep

Debugging

Headword:
μηλοβοτέω
Headword (normalized):
μηλοβοτέω
Headword (normalized/stripped):
μηλοβοτεω
IDX:
67397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67398
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μηλο-βοτέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">graze sheep</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}