Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μήλινος
Μήλιος
μηλίνη
μηλίς
μηλίς
μηλίϲ
Μηλίς
μηλίσκον
μηλίτης
μηλιωτός
μηλόβαι
μηλοβατέω
μηλοβαφής
μηλοβολέω
μηλόβοσις
μηλοβοσκός
μηλοβοτέω
μηλοβοτήρ
μηλοβότης
μηλόβοτος
μηλογενής
View word page
μηλόβαι
μηλόβαι· μηλοβάται, ποιμένες, Hsch. (post μηλοφόροι).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μηλόβαι
Headword (normalized):
μηλόβαι
Headword (normalized/stripped):
μηλοβαι
IDX:
67391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67392
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μηλόβαι·</span> <span class="foreign greek">μηλοβάται, ποιμένες</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (post <span class="foreign greek">μηλοφόροι</span>).</div><br><br>'}