Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μηλινόεις
μήλινος
Μήλιος
μηλίνη
μηλίς
μηλίς
μηλίϲ
Μηλίς
μηλίσκον
μηλίτης
μηλιωτός
μηλόβαι
μηλοβατέω
μηλοβαφής
μηλοβολέω
μηλόβοσις
μηλοβοσκός
μηλοβοτέω
μηλοβοτήρ
μηλοβότης
μηλόβοτος
View word page
μηλιωτός
μηλιωτός,
A). v. σμιλιωτός .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μηλιωτός
Headword (normalized):
μηλιωτός
Headword (normalized/stripped):
μηλιωτος
IDX:
67390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67391
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μηλιωτός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σμιλιωτός</span> .</div> </div><br><br>'}