Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μηκωνῖτις
μηκωνοειδής
μηκωνοφόρος
μηλάνθεμον
μηλάνθη
μηλάπιον
μηλάτης
μηλάτων
μηλαφάω
μηλέα
μηλεανορεῖ
μήλειος
μήλη
Μηλιάδες
Μηλιάς
μηλιαυθμός
Μηλιεύς
μηλίζω
μηλινοειδής
μηλινόεις
μήλινος
View word page
μηλεανορεῖ
μηλεανορεῖ (fort.-αγορεῖ)· δημηγορεῖ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μηλεανορεῖ
Headword (normalized):
μηλεανορεῖ
Headword (normalized/stripped):
μηλεανορει
IDX:
67371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67372
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μηλεανορεῖ</span> (fort.-<span class="foreign greek">αγορεῖ</span>)<span class="foreign greek">· δημηγορεῖ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}