μηδέτερος
μηδέτερ-ος or μηδ’ ἕτερος, α, ον, Dor. μηδάτερος (q.v.),
A). neither of the two, , 4.118 R. 470a , etc.; also divisim, οἱ μηδὲ μεθ’ ἑτέρων , cf. 2.67 72 ; μηδὲ καθ’ ἕτερα . Adv. 7.59 μηδετέρως in neither way, Po. 1460b35 ; μ. ἔχοντες being indifferent (neither friends nor foes), ib. 1453b19 .