Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μέτρον
μετρονόμοι
μετροποιέω
μετροποιΐα
μετροσύνθετος
μέττα
μέττον
μετωνυμία
μετωνυμικός
μετώνυμος
μετωπαδόν
μετωπηδόν
μετωπιαῖος
μετωπίας
μετωπίδιος
μετωπικός
μετώπιον
μετωπίς
μέτωπον
μετωποσκόπος
μετωποσώφρων
View word page
μετωπαδόν
μετωπ-ᾰδόν, Adv., = sq., πρώρῃσι μ. ἐγχρίμπτονται, of ships, Opp. C. 2.65 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μετωπαδόν
Headword (normalized):
μετωπαδόν
Headword (normalized/stripped):
μετωπαδον
IDX:
67265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67266
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετωπ-ᾰδόν</span>, Adv., = sq., <span class="foreign greek">πρώρῃσι μ. ἐγχρίμπτονται</span>, of ships, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0024.tlg001.perseus-grc1:2:65" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0024.tlg001.perseus-grc1:2.65/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Opp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">C.</span> 2.65 </a>.</div><br><br>'}