Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετριόω
μετροειδής
μετρόκροτος
μετρολογία
μέτρον
μετρονόμοι
μετροποιέω
μετροποιΐα
μετροσύνθετος
μέττα
μέττον
μετωνυμία
μετωνυμικός
μετώνυμος
μετωπαδόν
μετωπηδόν
μετωπιαῖος
μετωπίας
μετωπίδιος
μετωπικός
μετώπιον
View word page
μέττον
μέττον· μεῖζον, Ilsch. μέττος,
A). v. μέσος . μεττρία, = εὔθυνα , Id.; cf. μαστρεία.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μέττον
Headword (normalized):
μέττον
Headword (normalized/stripped):
μεττον
IDX:
67261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67262
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μέττον·</span> <span class="foreign greek">μεῖζον</span>, Ilsch. <span class="orth greek">μέττος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μέσος</span> . <span class="orth greek">μεττρία</span>, = <span class="ref greek">εὔθυνα</span> , Id.; cf. <span class="foreign greek">μαστρεία</span>.</div> </div><br><br>'}