Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετριοφροσύνη
μετριόω
μετροειδής
μετρόκροτος
μετρολογία
μέτρον
μετρονόμοι
μετροποιέω
μετροποιΐα
μετροσύνθετος
μέττα
μέττον
μετωνυμία
μετωνυμικός
μετώνυμος
μετωπαδόν
μετωπηδόν
μετωπιαῖος
μετωπίας
μετωπίδιος
μετωπικός
View word page
μέττα
μέττα, Cret. for μέστα, Leg.Gort. 9.48 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μέττα
Headword (normalized):
μέττα
Headword (normalized/stripped):
μεττα
IDX:
67260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67261
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μέττα</span>, Cret. for <span class="foreign greek">μέστα</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Leg.Gort.</span> 9.48 </span>.</div><br><br>'}