Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετριοπαθής
μετριοπότης
μέτριος
μετριόσιτος
μετριοσύνη
μετριότης
μετριοφιλής
μετριοφροσύνη
μετριόω
μετροειδής
μετρόκροτος
μετρολογία
μέτρον
μετρονόμοι
μετροποιέω
μετροποιΐα
μετροσύνθετος
μέττα
μέττον
μετωνυμία
μετωνυμικός
View word page
μετρόκροτος
μετρό-κροτος, ον,
A). wrought in metre, γραφαί Tz.ad Lyc. 497 .


ShortDef

wrought in metre

Debugging

Headword:
μετρόκροτος
Headword (normalized):
μετρόκροτος
Headword (normalized/stripped):
μετροκροτος
IDX:
67253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67254
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετρό-κροτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wrought in metre</span>, <span class="foreign greek">γραφαί</span> Tz.ad <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 497 </span>.</div> </div><br><br>'}