Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μετρικός
μετριολογέομαι
μετριολόγος
μετριοπαγής
μετριοπάθεια
μετριοπαθέω
μετριοπαθής
μετριοπότης
μέτριος
μετριόσιτος
μετριοσύνη
μετριότης
μετριοφιλής
μετριοφροσύνη
μετριόω
μετροειδής
μετρόκροτος
μετρολογία
μέτρον
μετρονόμοι
μετροποιέω
View word page
μετριοσύνη
μετριοσύνη
,
ἡ
,
A).
poverty,
PMasp.
20
B
14
(vi A. D.), etc.
ShortDef
poverty
Debugging
Headword:
μετριοσύνη
Headword (normalized):
μετριοσύνη
Headword (normalized/stripped):
μετριοσυνη
IDX:
67247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67248
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετριοσύνη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">poverty,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMasp.</span> 20 </span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">B</span> 14 </span> (vi A. D.), etc.</div> </div><br><br>'}