Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετρητικός
μετρητίς
μετρητός
μετριάζω
μετριακός
μετριασμός
μετριάω
μετριεύομαι
μετρικός
μετριολογέομαι
μετριολόγος
μετριοπαγής
μετριοπάθεια
μετριοπαθέω
μετριοπαθής
μετριοπότης
μέτριος
μετριόσιτος
μετριοσύνη
μετριότης
μετριοφιλής
View word page
μετριολόγος
μετριο-λόγος, ον,
A). speaking moderately, Antipho Soph. 100 .


ShortDef

speaking moderately

Debugging

Headword:
μετριολόγος
Headword (normalized):
μετριολόγος
Headword (normalized/stripped):
μετριολογος
IDX:
67239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67240
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετριο-λόγος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">speaking moderately</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1147.tlg001:100" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1147.tlg001:100/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Antipho Soph.</span> 100 </a>.</div> </div><br><br>'}