μετρικός
μετρι-κός, ή, όν,
A). metrical, ῥυθμοί Rh. 1409a7 ; οἱ μ. those learned in metres, PA 660a8 ; opp. οἱ ῥυθμικοί, Comp. 17 : τὰ -κά and ἡ -κή (sc. τέχνη) prosody, Po. 1456b34 , 38 .
II). by measure, opp. σταθμικός (by weight), , etc. 13.417
III). = μετριακός , PLond. 5.1234.48 (vi A. D.).