Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετρητέον
μετρητής
μετρητιαῖος
μετρητικός
μετρητίς
μετρητός
μετριάζω
μετριακός
μετριασμός
μετριάω
μετριεύομαι
μετρικός
μετριολογέομαι
μετριολόγος
μετριοπαγής
μετριοπάθεια
μετριοπαθέω
μετριοπαθής
μετριοπότης
μέτριος
μετριόσιτος
View word page
μετριεύομαι
μετρι-εύομαι,
A). gloss on λαγαρίττομαι , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μετριεύομαι
Headword (normalized):
μετριεύομαι
Headword (normalized/stripped):
μετριευομαι
IDX:
67236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67237
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετρι-εύομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">λαγαρίττομαι</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}