Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μετρημάτιον
μέτρησις
μετρητέον
μετρητής
μετρητιαῖος
μετρητικός
μετρητίς
μετρητός
μετριάζω
μετριακός
μετριασμός
μετριάω
μετριεύομαι
μετρικός
μετριολογέομαι
μετριολόγος
μετριοπαγής
μετριοπάθεια
μετριοπαθέω
μετριοπαθής
μετριοπότης
View word page
μετριασμός
μετρι-ασμός
,
ὁ
,
A).
jesting
,
κατὰ μετριασμόν
in
jest
,
Suid.
s.v.
ἀκρισία
.
ShortDef
jesting
Debugging
Headword:
μετριασμός
Headword (normalized):
μετριασμός
Headword (normalized/stripped):
μετριασμος
IDX:
67234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67235
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετρι-ασμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">jesting</span>, <span class="foreign greek">κατὰ μετριασμόν</span> in <span class="tr" style="font-weight: bold;">jest</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀκρισία</span> .</div> </div><br><br>'}