Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μέτρημα
μετρημάτιον
μέτρησις
μετρητέον
μετρητής
μετρητιαῖος
μετρητικός
μετρητίς
μετρητός
μετριάζω
μετριακός
μετριασμός
μετριάω
μετριεύομαι
μετρικός
μετριολογέομαι
μετριολόγος
μετριοπαγής
μετριοπάθεια
μετριοπαθέω
μετριοπαθής
View word page
μετριακός
μετρι-ακός
,
ή
,
όν
,
A).
of moderate amount
,
ὕπαρξις
PLond.
1.77.20
(vi A. D.).
ShortDef
of moderate amount
Debugging
Headword:
μετριακός
Headword (normalized):
μετριακός
Headword (normalized/stripped):
μετριακος
IDX:
67233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67234
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετρι-ακός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of moderate amount</span>, <span class="quote greek">ὕπαρξις</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PLond.</span> 1.77.20 </span> (vi A. D.).</div> </div><br><br>'}