Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετρέω
μετρήδην
μετρηδόν
μέτρημα
μετρημάτιον
μέτρησις
μετρητέον
μετρητής
μετρητιαῖος
μετρητικός
μετρητίς
μετρητός
μετριάζω
μετριακός
μετριασμός
μετριάω
μετριεύομαι
μετρικός
μετριολογέομαι
μετριολόγος
μετριοπαγής
View word page
μετρητίς
μετρ-ητίς, ίδος, ,
A). = μετρητής II, IG 12(7).62.21 (Amorgos, iv B. C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μετρητίς
Headword (normalized):
μετρητίς
Headword (normalized/stripped):
μετρητις
IDX:
67230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67231
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετρ-ητίς</span>, <span class="itype greek">ίδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μετρητής</span> II, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 12(7).62.21 </span> (Amorgos, iv B. C.).</div> </div><br><br>'}