Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μετοχμάζω
μέτοχος
μετρέω
μετρήδην
μετρηδόν
μέτρημα
μετρημάτιον
μέτρησις
μετρητέον
μετρητής
μετρητιαῖος
μετρητικός
μετρητίς
μετρητός
μετριάζω
μετριακός
μετριασμός
μετριάω
μετριεύομαι
μετρικός
μετριολογέομαι
View word page
μετρητιαῖος
μετρ-ητιαῖος
,
α
,
ον
,
A).
holding a
μετρητής, κεράμιον
BCH
8.219
(Caryanda).
ShortDef
holding a μετρητής
Debugging
Headword:
μετρητιαῖος
Headword (normalized):
μετρητιαῖος
Headword (normalized/stripped):
μετρητιαιος
IDX:
67228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67229
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετρ-ητιαῖος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">holding a</span> <span class="quote greek">μετρητής, κεράμιον</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BCH</span> 8.219 </span> (Caryanda).</div> </div><br><br>'}