Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετόνομθεν
μέτοποι
μετοπωρίζω
μετοπωρινός
μετόπωρον
μετορμίζω
μετόρχιον
μετουσία
μετουσιαστικός
μετούσιος
μετουσῶ
μετοχέτευσις
μετοχετεύω
μετοχή
μετοχικός
μετοχλίζω
μετοχμάζω
μέτοχος
μετρέω
μετρήδην
μετρηδόν
View word page
μετουσῶ
μετουσῶ· περιβλέπω, ἀφορῶ, ἀποβλέπω, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μετουσῶ
Headword (normalized):
μετουσῶ
Headword (normalized/stripped):
μετουσω
IDX:
67212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67213
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετουσῶ·</span> <span class="foreign greek">περιβλέπω, ἀφορῶ, ἀποβλέπω</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}