Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετόνυχον
μετοξύ
μετόπη
μετόπιν
μετόπισθε
μετόνομθεν
μέτοποι
μετοπωρίζω
μετοπωρινός
μετόπωρον
μετορμίζω
μετόρχιον
μετουσία
μετουσιαστικός
μετούσιος
μετουσῶ
μετοχέτευσις
μετοχετεύω
μετοχή
μετοχικός
μετοχλίζω
View word page
μετορμίζω
μετορμίζω, Ion. for μεθορμίζω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μετορμίζω
Headword (normalized):
μετορμίζω
Headword (normalized/stripped):
μετορμιζω
IDX:
67207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67208
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετορμίζω</span>, Ion. for <span class="foreign greek">μεθορμίζω</span>.</div><br><br>'}